ξεζεύ(γ)ω

ξεζεύ(γ)ω
(Μ ξεζεύω)
βγάζω τον ζυγό, ελευθερώνω υποζύγιο από τον ζυγό («ξέζεψε τα βόδια από το αλέτρι»)
μσν.
(για συζύγους) διαλύω τον γάμο, χωρίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. ξ(ε)-* + ζεύ(γ)ω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ξέζεμα — το η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού ξεζεύ(γ)ω, απόζευξη …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”